- ἐστρωμένῃ
- στόρεννυμιperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐστρωμένη — στόρεννυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tombe du Soldat inconnu (Grèce) — Le monument au Soldat inconnu … Wikipédia en Français
κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… … Dictionary of Greek
νοβακουλίτης — ο (πετρογρ.) πολύ πυκνό ανοιχτόχρωμο και ομοιόμορφης υφής πέτρωμα που αποτελεί εστρωμένη ποικιλία κερατολίθου … Dictionary of Greek
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek